Άγιε, κοίταξε προς τα κάτω

Σάββατο, 31 Δεκεμβρίου, 2011

Χρονογράφημα της Αλίκης Αλεξίου

Άγιε Βασίλη,

Νιώθεις μοναξιά, το ξέρω. Απέμεινες μόνος να δίνεις, σε πλούσιους και φτωχούς. Οι άλλοι τα πήραν, κατάφεραν και τα πήραν κι από τους μη έχοντες. Άδειασαν το κενό, έγδυσαν τους γυμνούς. Έφεραν το χειμώνα.

Γι‘ αυτό, λοιπόν, πιάσε γρήγορα χαρτί και καλαμάρι και γράφε.

Στέγη για τους άστεγους. Μάννα εξ ουρανού για τους πεινασμένους.

Κατεπειγόντως, στους πολιτικούς που με την ανοχή τους σκόρπισαν απόγνωση, στείλε «φύλλο πορείας» για το σπίτι τους. Στους ενόχους ρίξε, με τη μορφή βροχής διαττόντων, χειροπέδες.

Στη Δικαιοσύνη ζυγαριά ακριβείας και επιστημονικό γλωσσάριο υπενθύμισης. Όταν δεν έρχεται στην ώρα της  η Δίκη, ακολουθεί η Νέμεση, φοβερή.

Δώσε στην Παιδεία μέλλον. Και στο Δάσκαλο, όταν επάξια φέρει τον τίτλο, χάρισε υπομονή- ανήκει κι αυτός στους γυμνούς που έγδυσαν- και έμπνευση. Απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε.

Μετάγγισε ψήγματα ανθρωπιάς και σταγόνες σοφίας στους τεχνοκράτες. Γιατί οι νευρώνες του εγκεφάλου, υπερδιογκωμένοι εγκλώβισαν το συναίσθημα και στέγνωσαν την ψυχή τους.

Και φόρεσε στον καρπό του χεριού τους ρολόι,  να συγχρονιστεί με τους χτύπους της καρδιάς και  να επανακαθορίσει το εικοσιτετράωρο του Ανθρώπου. Ο άνθρωπος δε ζει για να εργάζεται, αλλά εργάζεται για να ζήσει.

Ώστε να βλέπουν οι γονείς τα παιδιά τους και να ζουν οι νέοι τα όνειρά τους.

Στείλε στο συνταξιούχο επίδομα υπομονής και στον άνεργο ένσημα προσμονής.

Και στους αδικημένους οργή κι απόφαση για αγώνα.

Τέλος, χάρισε στα παιδιά δώρα αξίας. Δώρισέ τους παιχνίδια «ακριβά», μονάκριβα. Όμορφα κι απλά, σαν την πάνινη κούκλα που ζέστανε την αγκαλιά, σαν το τόπι που οδηγούσε τα βήματα της νιότης.

Σαν τα πολύχρωμα μπαλόνια, που μας έκαναν να κοιτάζουμε ψηλά.